- πρεσβυγενείᾳ
- πρεσβυγενείᾱͅ , πρεσβυγένειαseniority of birthfem dat sg (attic doric aeolic)πρεσβυγενείᾱͅ , πρεσβυγένειαseniority of birthfem dat sg (attic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρεσβυγένεια — seniority of birth fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυγένεια — η, ΝΑ, ιων. τ. πρεσβυγενείη, Α [πρεσβυγενής] η ιδιότητα τού πρεσβυγενούς, τού πρωτότοκου, προτεραιότητα στη γέννηση, τα πρωτοτόκια … Dictionary of Greek
πρεσβυγενείην — πρεσβυγένεια seniority of birth fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυγένειαν — πρεσβυγένεια seniority of birth fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβυγονία — ἡ, Α πρεσβυγένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + γονία (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. θεο γονία] … Dictionary of Greek